- κατουλάς
- κατουλάςshroudingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατουλάς — κατουλάς, άδος, ἡ (Α) 1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.) 2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η… … Dictionary of Greek
κατουλάδα — κατουλάς shrouding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουλάδι — κατουλάς shrouding fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)